- καλομεταχείριση
- η [καλομεταχειρίζομαι]1. καλή ευνοϊκή, προσηνής συμπεριφορά2. (για πράγματα) προσεκτική χρήση, επιμελημένη μεταχείριση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλομεταχείριση — η καλή μεταχείριση, καλή συμπεριφορά: Όταν οιυπάλληλοι έχουν καλομεταχείριση εργάζονται περισσότερο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλομεταχείρισμα — το [καλομεταχειρίζομαι] καλομεταχείριση* … Dictionary of Greek
καλόπιασμα — το [καλοπιάνω] 1. περιποιητική συμπεριφορά, γλυκομίλημα, καλομεταχείριση, θωπεία 2. η προσπάθεια εξιλεώσεως, εξευμενισμού με θωπευτικά, παρηγορητικά λόγια … Dictionary of Greek
καλομεταχείρισμα — το καλομεταχείριση: Αυτός δεν ξέρει τι θα πει καλομεταχείρισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλόπιασμα — το καλομεταχείριση, περιποιητική συμπεριφορά: Μ αυτά του τα καλοπιάσματα νομίζει πως θα τη ρίξει την πεθερά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)